καταγραφικός

καταγραφικός
-ή, -ό [καταγραφή]
1. (για όργανα) αυτός στον οποίο καταγράφονται σε διάφορες στιγμές και αυτόματα οι τιμές τών μεγεθών ενός φυσικού φαινομένου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταγραφικά
η δαπάνη τής καταγραφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”